04 September 2006


Βραχονησίδα


Τον αναγνώρισα αμέσως μέσα στο πλήθος που είχε κατακλύσει εκείνη τη στιγμή το κατάστημα ηλεκτρονικών ειδών. Αν και έχουν περάσει έξι περίπου χρόνια από εκείνες τις μέρες, θα τον αναγνώριζα ακόμα κι αν βρισκόταν μέσα στον πιο πυκνό σχηματισμό στρατιωτικής παρέλασης, ανάμεσα σε εκατοντάδες ομοιόμορφες χακί στολές. Ευγενικά διέκοψα τον πωλητή, τον οποίο είχα υποβάλει στο βάσανο της απαρίθμησης τεχνικών προδιαγραφών, δυνατοτήτων, εγγυήσεων και δε συμμαζεύεται για το πολυπόθητο mp3 player και έσπευσα προς αυτόν. Ανοίγοντας δρόμο ανάμεσα στη βαβούρα, τη μονότονη μουσική και τους ιδρωμένους πελάτες, έφτασα πίσω από τη πλάτη του - το κάθαρμα φρόντιζε να την προβάλλει μέσα από ένα μαύρο φανελάκι που έγλειφε το κορμό του ανελέητα. Από κάτω φορούσε ένα καλοκαιρινό παντελόνι - πυτζάμα, τόσο λεπτό και μαλακό που σε προκαλούσε να δοκιμάσεις την αντοχή του στο σκίσιμο. Μιλούσε με μια γκόμενα - τη γκόμενά του προφανώς - για συσκευές κινητού τηλεφώνου. Δε χρειάστηκε να τον σκουντήσω, καθώς -ενστικτωδώς; - στράφηκε προς το μέρος μου.
- Εσύ δεν είσαι ο Ν. ; ρώτησα και αμέσως με κατέλαβε ένα κύμα συσπάσεων, από αυτές που δε σε ρωτάνε όταν έρχονται και αν δεν ελέγξεις την έντασή τους μπορούν να σε εκθέσουν ανεπανόρθωτα. Το περίεργο είναι ότι μετά την αμοιβαία αναγνώριση διαπίστωνα το ίδιο κύμα έντασης και από την άλλη πλευρά, γεγονός που προκαλούσε την ανακύκλισή του με όλες τις χρωματικές και εκφραστικές αλλοιώσεις που αυτό συνεπάγεται.


Δεν μπορώ να θυμηθώ τι σκέφτηκα τη πρώτη φορά που τον είδα, πριν έξι χρόνια. Τον θυμάμαι όμως, να κάθεται απέναντί μου, μέσα σ` ένα απ αυτά τα προπολεμικά στρατιωτικά βαν, που θα μας μετέφερε στο λιμάνι. Από κει θα μεταφερόμασταν στο φυλάκιο της βραχονησίδας. Καθόταν στην άκρη της σκεπαστής καρότσας με φόντο τα σύννεφα χωματόσκονης, με το βλέμμα καρφωμένο στη βρώμικη λαμαρίνα του πατώματος ,τρανταζόμενος, όπως κι εμείς οι υπόλοιποι από τον κακοτράχαλο δρόμο, σαν κακοστοιβαγμένα σακιά, αμίλητοι. Έκανε τη πρώτη του θητεία ως ανθυπολοχαγός. Προσπαθούσε να δείχνει σίγουρος, δυνατός και περήφανος αλλά το βλέμμα του έκρυβε ανασφάλεια. Κάτι που επαληθεύτηκε στη πορεία και με την αρχική συμπεριφορά του απέναντί μου. Ήμουν δόκιμος, μεγαλύτερός του στην ηλικία και είχα πολύ καλή σχέση με το λόχο μου. Υπηρετούσα στο νησί αρκετούς μήνες πριν έρθει αυτός. Κι ενώ αυτό το καλό κλίμα στην ομάδα θα έπρεπε να τον χαροποιεί, φαινόταν να του προκαλεί το ακριβώς αντίθετο, ανασφάλεια, η οποία εκφραζόταν κυρίως απέναντί μου με περίεργες απαιτήσεις . Η διπλωματική συμπεριφορά μου όμως, στις μέρες που ακολούθησαν, τον έκανε στη πορεία να χαλαρώσει και να ξεδιπλώσει ένα πιο φιλικό πρόσωπο. Βοήθησαν βέβαια και άλλα στοιχεία της φύσης, όπως το ιώδειο του αιγαίου και οι ζεστές νύχτες με τους περίεργους θορύβους και τα ενοχλητικά κουνούπια...

Μόνο στιγμές μπορώ να ανακαλέσω από εκείνο το αρκετά θολό πλέον καλοκαίρι.

Δεύτερη ή τρίτη μέρα της παρουσίας μας στη βραχονησίδα. Αποστολή μας η φύλαξη της περιοχής από τον εχθρό, τους λαθρομετανάστες, το παράνομο εμπόριο και ο,τιδήποτε τελοσπάντων κινούνταν χωρίς να φέρει χακί ή σημαία ελληνική. Από τη προηγούμενη φρουρά γνωρίζαμε ότι τα πράγματα εκεί ήταν ''χυμαδιό''. Ήταν γνωστό γενικά ότι το δεκαπενθήμερο εκεί ήταν πάντα της ''ρέκλας''. Σπάνια να σε ελέγξει κάποιος αιφνιδιαστικά . Τηρούσες μόνο τα βασικά . Ο αιμοβόρος και συμπλεγματικός νεαρός ανθυπολοχαγός όμως είχε άλλη άποψη . Απαίτησε εγερτήριο κανονικό στα άγρια χαράματα , κανονική αναφορά , ύψωση και χαιρετισμό της σημαίας και με έθεσε προ των ευθυνών μου . Ήταν τόσο σίγουρος ότι δε θα γινόταν εύκολα αυτό που απαιτούσε , που προαλλοιφόταν για την επικείμενη ένταση . Τα φαντάρια ήθελαν να τον λυντσάρουν . Αποφύγαμε το μακελειό , αφού κατάφερα να τους πείσω ότι έπρεπε να κάνουμε ό,τι ζητούσε , και μάλιστα με ζήλο τις πρώτες μέρες , μέχρι να κερδίσουμε την εμπιστοσύνη του και να τον πείσουμε στη συνέχεια ότι δεν είναι απαραίτητο να γίνονται όλα με αυστηρή τυπικότητα . Δε θα ξεχάσω τη συγκρατημένη έκπληξή του την επόμενη μέρα , καθώς ο λόχος βρισκόταν από νωρίς έξω από το κελί του σε κανονική παράταξη και με τη τσίμπλα στο μάτι να τον περιμένουμε να βγει για τη πρωϊνή αναφορά . Ο ίδιος δεν είχε προλάβει καλά καλά να φορέσει τη στολή του.

Μια από εκείνες τις πρώτες νύχτες δε μπορούσα να κοιμηθώ. Ο γιατρός του λόχου ροχάλιζε αλύπητα - είμασταν στο ίδιο κελί. Στο διπλάνο ακριβώς με τη μεγάλη τζαμαρία κοιμόταν ο αιμοβόρος ανθυπολοχαγός με το πικάντικο πρόσωπο, τα χρυσοπράσινα μάτια, το θανατηφόρο κορμί, την εύθραυστη μαγγιά. Πιό κάτω και δίπλα μας το κτίσμα με τους φαντάρους. Σηκώθηκα από το κρεβάτι και βγήκα στο ''πλάτωμα των αξιωματικών'' - μια κοινή βεράντα ας πούμε , που ένωνε τα δύο κελιά, το δικό μου και του ανθύπα. Αναρωτιώμουν αν ο ανθύπας είχε κι αυτός τις ίδιες αϋπνίες. Η ακέραια ησυχία που επικρατούσε δεν άφηνε περιθώρια για ελπίδες. Κατευθύνθηκα δήθεν προς τις τουαλέτες για να τον κατασκοπεύσω μέσα στο κελί του από τη τζαμαρία. Ένα σκοτεινό ξαπλωμένο περίγραμμα που ανέπνεε τον ύπνο του μέσα σε ένα σκοτεινό δωμάτιο. Επέστρεψα . Έβγαλα έξω ένα ξύλινο κάθισμα, τα τσιγάρα, το cd player με portishead , prisner και toshinori kondo και κάθισα να περιμένω, σίγουρος ότι ο ανθύπας θα έρθει να μου κρατήσει συντροφιά. Περίμενα. Μέσα σε αυτή τη παράλογη αναμονή συνειδητοποίησα ότι ήμουν ερωτευμένος μαζί του από την ημέρα που τον είχα απέναντι μου στο βαν. Κατά τις τρεις τα ξημερώματα κατευθύνθηκα προς το σκοτεινό χάος εμπρός μου για να επιβλέψω τον πλησιέστερο από τους τρεις σκοπούς. Βασικά για να του κάνω έκπληξη και να μοιραστούμε κανένα τσιγάρο. Τον βρήκα να ακούει μουσική, χαμένο στο κόσμο του . Δε θυμάμαι πια το ονομά του, ενώ και το πρόσωπο του πολύ αμυδρά. Θυμάμαι , ωστόσο , ότι ευτυχώς δε κοιμόταν για να με φέρει σε δύσκολη θέση. Τον κέρασα τσιγάρο και μιλήσαμε για τις ξέφρενες νύχτες που αφήσαμε στο απέναντι νησί, για γκόμενες, και άλλες ιστορίες για αγρίους. Κάποια στιγμή ήρθε και η αλλαγή του, οπότε επιστρέψαμε ο καθένας στο κρεβάτι του. Ο γιατρός ευτυχώς κοιμόταν πιο ήσυχα κι από νεκρό.

Μόλις είχαμε φάει στο καψιμί και καθόμασταν έξω στο πλάτωμα ο ανθύπας, ο γιατρός κι εγώ. Ο ανθύπας προσπαθούσε να μας πείσει ότι είχε διάφορες εμπειρίες από την ''έξω ζωή'' και είχε ζήσει πράγματα που έχουν ατσαλώσει το χαρακτήρα του. Μιλούσε σχεδόν απόλυτα περί παντός επιστητού, για εθνική εξωτερική πολιτική, οικονομία, ιστορία , τη κατρακύλα της σύγχρονης κοινωνίας, με όλον εκείνο τον ηθικοπλαστικό κομπασμό που χαρακτηρίζει κάποιους απόφοιτους των στρατιωτικών σχολών. Ο γιατρός, συγκαταβατικός και μειλίχιος, προσπαθούσε να δείχνει ότι ακούει με μεγάλη προσοχή τα λεγόμενα του φροντίζοντας να μη χαλάσει τον οίστρο του, εκτιμώντας και την εμπιστοσύνη που πλέον μας έδειχνε, ώστε να αποκαλύπτει κάποια στιγμή ότι '' παρόλα αυτά είχε δοκιμάσει κάποτε χασίς με μια γκόμενα πριν το σεξ και είχε ζήσει απίστευτη ηδονή''. Στην επίμονη ερωτησή του - περιέργως μόνο σε μένα, όχι και στο γιατρό - αν είχα παρόμοια εμπειρία του απάντησα ότι '΄εκ φύσεως ζω τέτοια ηδονή όταν κάνω σεξ που αν είχα και υποστήριξη από άλλες ουσίες ίσως τώρα να μην ήμουν ζωντανός για να μιλάμε''. Αυτό το ''εκ φύσεως '' και το όλο υφάκι μου ίσως πρέπει να του έκανε κάτι. Η απάντηση αυτή για κάποιο λόγο ήταν και η έναρξη έκτοτε ενός υπόγειου παιχνιδιού της γάτας με το ποντίκι μεταξύ μας. Κι έχοντας επίγνωση ποιου από τους δύο ρόλους θα είχα, προχώρησα ακόμα παραπέρα προβοκάροντας πολύ έντεχνα όλες τις μαλακίες που εξιστορούσε ως εκείνη την στιγμή πετσοκόβωντάς τες με το βαμβάκι. Στην ουσία τον ανέτρεπα υποστηρίζοντας ότι η ζωή είναι τόσο πολυδιάστατη που, ειδικά στην ηλικία του , δεν επιτρέπει και πολλές βεβαιότητες, ούτε απόλυτες θέσεις. Ο ανθύπας έδειχνε εκνευρισμένος καθώς είχα ανεβάσει το πήχυ της συζήτησης με τρόπο απροσδόκητο και μάλλον πέρα από τις δυνατότητές του εκείνη τη στιγμή. Το στωικό μου ύφος δε του άφηνε και πολλά περιθώρια για αντιπαράθεση. Μη μπορώντας να αντιδράσει διαφορετικά , ακολούθησε τη διπλωματική οδό μιας χαλαρής συγκατάβασης με όσα υποστήριζα αναγορεύοντάς με σε ''προσωπικό ψυχολόγο'' του. Ο τρόπος που το ανέφερε, αν και έκρυβε μια λεπτή ειρωνεία, από την άλλη σχεδόν την απέκλειε. Ενώ θα ήμουν πρόθυμος να αναλάβω σχεδόν οποιονδήποτε ρόλο θα με έφερνε πιο κοντά του, αρνήθηκα τη προσφορά του λέγοντας ότι θα ήταν καλύτερα να εμπιστεύεται περισσότερο το ένστικτο και τα συναισθήματά του. Αν και τετριμμένο, για τον ανθύπα φάνταζε πολύ πρωτότυπο αυτό που είπα, σα να το άκουσε από κάποιον για πρώτη φορά. Τον πρόδιδαν οι αντιδράσεις στα μεγάλα εκφραστικά μάτια με το θλιμμένο αλλά και περήφανο μαζί βλέμμα . Το θέαμα ήταν κατά βάθος πολύ απολαυστικό για μένα, όχι όμως και για τον γιατρό , που άρχισε να οσμίζεται ότι κάτι περίεργο συνέβαινε και προσπάθησε να αποκλιμακώσει τη κατάσταση με χειρουργικούς, λεπτούς χειρισμούς. Πρότεινε να επιστρέψουμε στο καψιμί για να φάμε καρπούζι, που ήδη πρόσφερε ο μάγειρας εκείνη τη στγμή , και επέμενε τονίζοντας τις θρεπτικές ιδιότητες του καρπουζιού που δεν ήταν ευρέως γνωστές , όσο κατά τη γνώμη του θα έπρεπε. Ο ανθύπας δεν ακολούθησε. Προτίμησε να επιστρέψει στο κελί του.



Τα κελιά του φυλακίου βρίσκονταν στην ας πούμε κορυφή της βραχονισίδας , δίνοντάς μου μια πανοραμική δυνατότητα κάθε φορά που έβγαινα στο πλάτωμα τα απογεύματα για να διαβάσω. Τσιγάρα, χυμός με συντηρητικά κι ένα βιβλίο με διηγήματα του Παπαδιαμάντη. Το είχα εντοπίσει στη ρημαγμένη βιβλιοθήκη του καψιμί, ανάμεσα σε κιτρινισμένα κόμιξ και περιοδικά αυτοκινήτου που η ημερομηνία έκδοσής τους έφτανε και τρία χρόνια πίσω , αλλά και κάποιες φτηνές εκδόσεις μυθιστορημάτων ( μέσα στις σελίδες τους δεν ήταν απίθανο να έβρισκες και αποκόμματα από πορνοπεριοδικά), από αυτές που πουλάνε συνήθως στους πάγκους υπαίθριων αγορών. Φτηνές εκδόσεις μεν, αλλά όχι απαραίτητα και φτηνή λογοτεχνία. Καθόμουν στη ξύλινα καρέκλα μου, τοποθετούσα μπροστά μου και μια δεύτερη για να απλώνω τα πόδια και απολάμβανα τη στεγνή ηλιοκαμμένη ησυχία που την επέτειναν θορυβώδεις τζίτζικες και σιωπηλές αλλοπαρμένες μύγες. Ήρεμα και γαλήνια βυθιζόμουν στην ανάγνωση. Δεν κατάφερνα ωστόσο, να συγκεντρώνομαι πάντα στα γραφόμενα, αφού συνήθως ήταν και η ώρα που ο ανθύπας , μετά τη μεσημεριανή κατάκλιση, έβγαινε για τζόκιν. Κατέβαινε τη σχετικά απότομη κλίση του υψώματος με προσοχή, μέχρι να βγει στο πιο ομαλό έδαφος της προβλήτας που έπαιζε παράλληλα και ρόλο ελικοδρομίου. Αν και η απόσταση πλεόν από το φυλάκιο ψηλά ήταν αρκετά μεγάλη, μπορούσα να διακρίνω κάθε φορά τη συρρικνωμένη φιγούρα του να τρέχει πάνω κάτω, που και που να σταματά για να κάνει διατάσεις και ανατάσεις, να συνεχίζει ξανά, και τέλος να κάθεται στην άκρη της τσιμεντένιας προβλήτας με τις άκρες των ποδιών να βρέχονται από τη θάλασσα και όλο το κορμό του ριγμένο προς αυτή. Πολλές φορές βουτούσε ξαφνικά στη θάλασσα, χανόταν μέσα της, με δυσκολία μπορούσα να διακρίνω τα χρυσοκάστανα αποσπάσματα απο το σώμα του καθώς τα τύλιγε η ασημένια επιφάνεια του νερού. Όταν δεν κολυμπούσε, προτιμούσε να κάθεται για αρκετή ώρα ασάλευτος και ίσως
σκεφτικός να τη κοιτάζει. Εγώ πίστευα - και ήμουν απελπισμένα βέβαιος - ότι κατά βάθος περίμενε να κατέβω κι εγώ εκεί για να είμαστε μαζί. Άλλωστε ήξερε ότι ίσως τον παρακολουθούσα, αφού και ο ίδιος διέκρινε αν ήθελε τη δική μου μακρινή συρρικνωμένη φιγούρα. Όχι μόνο αυτό, αλλά επιπλέον είχα τη διεστραμμένη χαρά της εκδίκησης να αρνούμαι να κατέβω κοντά του και να τον αφήνω μόνο του, όπως αισθανόμουν ότι άφηνε αυτός εμένα όλες τις προηγούμενες νύχτες που τον περίμενα. Το μόνο που μου έμενε να καταδεχτώ ήταν να ζηλεύω αφόρητα τη θάλασσα που τον αγκάλιαζε. Περισσότερο όμως τη ζήλευα επειδή έδινε σε αυτή το προνόμιο να αντανακλά το θλιμμένα περήφανο βλέμμα του και όχι στα δικά μου μάτια. Επέστρεφα λοιπόν στον Παπαδιαμάντη και βυθιζόμουν ξανά στα κείμενα, όμως αυτή τη φορά παραποιώντας τα άρθρα και τις καταλήξεις ώστε να αναφέρονται σ' αυτόν : '' Τόν ανεγνώρισε πάραυτα είς τό φώς τής σελήνης το μελιχρόν, το περιαργυρούν όλην την άπειρον οθόνην του γαληνιώντος πελάγους, και κάμνον να χορεύουν φωσφορίζοντα τα κύματα. Είχε βυθισθεί άπαξ καθώς ερρίφθη είς τήν θάλασσαν, είχε βρέξει τήν κώμην του, από τους βοστρύχους τής οποίας ώς ποταμός .... έρρεε το νερόν, καί είχεν αναδύσει. Έβλεπε κατά τύχην πρός τό μέρος όπου ήμην εγώ, κ' εκινείτο εδώ κ' εκεί προσπαίζων και πλέων. Ήξευρε καλώς να κολυμβά................
Ήτον απόλαυσις, όνειρον, θαύμα. Είχε απομακρυνθεί ώς πέντε οργυιάς από το άντρον, καί έπλεε, κ' έβλεπε τώρα πρός ανατολάς, στρέφων τά νώτα πρός τό μέρος μου. Έβλεπα την αμαυράν καί όμως χρυσίζουσαν αμυδρώς κόμην του, τον τράχηλόν του τον εύγραμμον, τάς λευκάς ώς γάλα ωμοπλάτας, τούς βραχίωνας τούς τορνευτούς, όλα συγχεώμενα, μελιχρά καί ονειρώδη είς τό φέγγος τής σελήνης. Διέβλεπα την οσφύν του τήν ευλύγιστον, τά ισχία του, τάς κνήμας, τούς πόδας του μεταξύ σκιάς καί φωτός, βαπτιζόμενα είς τό κύμα. Έμάντευα το στέρνον του, τούς κόλπους του, γλαφυρούς, προέχοντας
και δεχομένους όλας τής αύρας τάς ριπάς καί τής θαλάσσης τό θείον άρωμα. Ήτον πνοή, ίνδαλμα αφάνταστον, όνειρον επιπλέον είς το κύμα...
Είχα μείνει χάσκων, έν εκστάσει καί δέν εσκεπτόμην πλέον τά επίγεια ...



Καταλαβαίνεις ότι είσαι ερωτευμένος με κάποιον όταν, εκτός των άλλων, ασυνείδητα απομονώνεις κάθε λέξη, κίνηση, βλέμμα του από τη κανονική ροή τους για να τα υποβάλλεις βασανιστικά σε όλα τα πιθανά σενάρια του ενδεχόμενου (αφού είπε αυτό, ενώ ήξερε ότι εγώ... άρα ήθελε να εννοήσει αυτό ή εκείνο... ή το παράλλο. Αν όμως εννούσε το παράλλο, τότε γιατί τις προάλλες είπε - έκανε εκείνο; Μήπως τελικά δε το εννοούσε ... αλλά ιχύει το παράλλο; Τότε όμως γιατί...). Τον ερωτεύτηκα γιατί είχε πολλά από εκείνα τα κόντρα χαρακτηριστικά που κάνουν κάποιον ερωτεύσιμο.

Μεσημέρι με ζέστη αφόρητη και κατευθυνόμουν προς τα κοινά λουτρά για ένα ντους φορώντας απλά το μαγιό μου. Περνώντας μπροστά από το κελί του έπιασα με την άκρη του ματιού μου, χωρίς να κοιτάξω μέσα, ότι καθόταν στο γραφείο του φορώντας ένα λευκό φανελάκι και διάβαζε εφημερίδα (που θα μπορούσε να ήταν και πριν ενός έτους). Δεν πρόλαβα να προσπεράσω και τον άκουσα να μου απευθύνει κάτι σα πείραγμα - απ' αυτά τα πειράγματα που κάνουν οι άντρες μεταξύ τους. Δε θυμάμαι τι ακριβώς , πάντως κάτι για το βαριεστημένο μου περπάτημα που υποτίθεται πρόδιδε έλλειψη ζωντάνιας και καλής φυσικής κατάστασης. Αν θυμάμαι καλά από την αντιδρασή μου, θα πρέπει να το εξέλαβα ως πολύ μειωτικό για την σωματική μου κατασκευή - κλασική αντίδραση ερωτευμένου, όπου και το πιο αθώο αρνητικό σχόλιο αποκτά μια καταστροφική απήχηση μέσα του (θυμάμαι τώρα σφήνα ένα απόγευμα προς βράδυ τις πρώτες μέρες - περνούσα πάλι μπροστά από το κελί του - αναγκαστικά, αφού ήταν και η μόνη έξοδος προς τον υπόλοιπο υπαίθριο χώρο - και τον έπιασα φευγαλέα και άθελά μου να γδύνεται. Είχε μόλις αφαιρέσει τη φανέλα και ημίγυμνος προσπαθούσε επίμονα να κατεβάσει και το παντελόνι . Λευκό στρατιωτικό σλιπ και ένας παλλόμενος χείμαρος από σαρκώδη μπούτια και γλουτούς να ξεχύνεται... τι θέαμα!). Με το που άκουσα το σχόλιο, θυμάμαι ότι επέστρεψα στό παράθυρό του και άρχισα να δείχνω δήθεν - αλλά και όντας μέσα μου πραγματικά - ενοχλημένος ζητώντας τα ρέστα. Από την άλλη, το ζωηρό κορμί του ήταν πράγματι ένα πολύ δυνατό χαρτί του, και ήταν ευκαιρία να το παραδεχτώ ενώπιόν του, αποδίδοντας τα του Καίσαρος τω Καίσαρι και επιφέροντας μια σχετική ισορροπία στη σχέση μας, αφού όποτε είχα ευκαιρία φρόντιζα πάντα να γειώνω τον περήφανο χαρακτήρα του. Αυτός θα πρέπει να χάρηκε πάρα πολύ, βλέποντάς με να ολισθαίνω στη θέση του επιθετικά αμυνόμενου - αλλά αμυνόμενου - αφού θυμάμαι ότι προσπάθησα μ' εκείνη τη περηφάνια του φτωχού που απαξιεί τα πλούτη να υπεραμυνθώ της βαρεμάρας μου να τρέχω στα κατσάβραχα ή στα γυμναστήρια. Υποστήριξα ότι το σώμα μου άλλωστε είχε τέτοια δομή εκ φύσεως (να το πάλι το εκ φύσεως ), που με τρεις μήνες (!!!) γυμναστικής θα έκανε θαύματα. Ότι είναι αρκετά γεροδεμένο από τα αθλήματα της εφηβείας και ότι απλώς μου έλειπε λίγος όγκος. Τόσο απλά! Αυτή η απολογητική υπεραπλούστευση θα πρέπει στη πραγματικότητα, τώρα που το σκέφτομαι , να ήταν στη πραγματικότητα πιο αξιολύπητη απ` όσο θα περίμενα, διότι ο ανθύπας, πιάνοντας άλλο ρεπερτόριο και παίρνοντας αυτός προς στιγμή τα ηνία της συζήτησης, με ένα πολύ άνετο υφάκι που πήγαζε εκ του ασφαλούς με αποστόμωσε με την απάντησή του . - ''Ποιός σου είπε ότι χρειάζεσαι όγκο ; Το σώμα σου είναι πολύ καλό. Γιατί ψαρώνεις;'' Εκείνη τη στιγμή αισθάνθηκα τόσο ματαιόδοξα ευτυχής, που δεν επέτρεψα καθόλου στον εαυτό μου να αναλογιστεί την εντελώς αφελή μου συμπεριφορά στο όλο σκηνικό. Μάλιστα, πέρασα στο άλλο άκρο και άρχισα να το παίζω μετριόφρων, να εξαίρω τα πλεονεκτήματα της γυμναστικής - με ζωντανό παράδειγμα τον ίδιο - και να κατηγορώ τον εαυτό μου που έχει καθυστερήσει τόσο να ξαναπιάσει τα βαράκια, τα βουνά και τα λαγκάδια. Ο ανθύπας από την άλλη , έχοντας βρει την ευκαιρία να επιδείξει γενναιοδωρία από τη θέση του ''θεού'' επέμενε ότι το σώμα μου ήταν πολύ καλό και δε χρειαζόταν επειγόντως γυμναστική, παρά μόνο αν είχα τάχα μου ειδικούς λόγους, π.χ. λόγους επαγγελματικούς όπως αυτός. Άρχισε μάλιστα να απολογείται και για το πείραγμα που έκανε. Εγώ από την άλλ , συνέχιζα να εξαίρω τη δυνατή σωματική του κατασκευή, που ήταν φυσική και όχι υπερβολική, υποστηρίζοντας ότι το μόνο που χρειάζεται πλέον είναι απλώς να τη συντηρεί χωρίς το άγχος της τελειότητας, αφού ήδη την είχε. Η όλη συζήτηση είχε αρχίσει να ξεφεύγει από τα αναμενόμενα και να καταντά εντελώς αντρική - δηληδή ηλίθια κι από τους δύο. Το χειρότερο όμως - ή μάλλον το καλύτερο - ήταν ότι είχαν αρχίσει πλέον να γίνονται δυσδιάκριτα τα όρια των πραγματικών προθέσεων μεταξύ δύο αντρών που έπαιζαν ένα κεκαλυμμένο παιχνίδι - ευγενούς - ανταγωνισμού ή ένα κεκαλυμμένο παιχνίδι ερωτικής προσέγγισης.


Θυμάμαι πολύ έντονα μια από εκείνες τις νύχτες που τον περίμενα στη ξύλινη καρέκλα μου , εκεί στη πλάτωμα. Νύχτα πηχτή, ζεστή. Περίμενα ν` ακούσω κάποιο θόρυβο από το διπλανό κελί, ένα τριγμό, βήματα, κάτι τελοσπάντων που να δείχνει ότι θα έρθει να μου κρατήσει συντροφιά. Φαντασίωνα ότι με παρακολουθούσε κρυφά μέσα από το διπλανό παράθυρο, καλυμμένος απ` το σκοτάδι. Το πίστευα τόσο πολύ, που απέφευγα να κοιτάξω προς το κελί του για να μη τον πιάσω επ` αυτοφώρω και τον φέρω υποτίθεται σε δύσκολη θέση. Απλά ρουφούσα το τσιγάρο με μια θεατρική ένταση που έκανε τη κάφτρα πύρινη και την εκπνοή του καπνού θορυβώδη, σαν σινιάλο, σαν στίγμα, σαν κι εγώ δε ξέρω τι. Ίσως κραυγαλέα δήλωση μοναξιάς ή αναμονής σαν διαμαρτυρία. Ένα κομμάτι σελήνης ψηλά έπαιζε το ρόλο του αδιάφορου θεατή. Ξαφνικά με κατέκλυσε απίστευτη καύλα. Δεν ήθελα να τη σταματήσω σε καμμία περίπτωση. Δε μπορούσα όμως να μπω μέσα στο κελί. Θα ήταν παρακινδυνευμένο, αφού στο διπλανό κρεβάτι κοιμόταν ο γιατρός. Όσο διαπίστωνα ότι δε μπορούσα να την εκτονώσω, τόσο πιο πολύ θέριευε. Αφού βεβαιώθηκα ότι κανείς δε κυκλοφορούσε εκείνη τη στιγμή, μεσάνυχτα γαρ, σηκώθηκα για να πάω προς τις τουαλέτες με τρόπο διακριτικό καθώς είχα σκληρύνει πολύ, πράγμα εμφανές μέσα από το πολύ στενό μποξεράκι που φορούσα. Περπατώντας δήθεν αδιάφορα και έχοντας τις παλάμες διάπλατες εν είδη κάλυψης να περιφέρονται διακριτικά μπροστά από τον ερεθισμό μου πέρασα - αναγκαστικά - μπροστά από το ανοιχτό παράθυρο του ανθύπα. Πάγωσα όταν διαπίστωσα ότι δεν μπορούσα να τον εντοπίσω μέσα στο κελί του. Το περίγραμμά του δε φαινόταν στο κρεβάτι αλλά ούτε και κάπου αλλού. Ένιωσα απίστευτη ανασφάλεια. Βιαστικά αποφάσισα ότι μάλλον δε θα είδα καλά. Έπρεπε οπωσδήποτε να πάω στη τουαλέτα. Η επικείμενη ηδονή ήταν αδιαπραγμάτευτη. Επιστρέφωντας θα κοιτούσα πιο προσεκτικά. Περνώντας μετά από λίγο για να πάω στο κελί μου κοίταξα πιο επίμονα. Αν δε με απατούσε η όραση μου και το πηχτό σκοτάδι, ο ανθύπας πράγματι δε φαινόταν να είναι μέσα στο κελί του. Τι  θα μπορούσε
όμως να συνέβαινε; Πού βρισκόταν ; Δε θα το μάθαινα ποτέ. Επέστρεψα στο κρεβάτι μου και προσπάθησα να κοιμηθώ, πράγμα δύσκολο.

Εκείνο το απόγευμα ο ανθύπας δεν ήταν μόνος στη προβλήτα. Τέσσερις φαντάροι απέναντί του και αυτός να δίνει το ρυθμό για ανατάσεις, επικύψεις και διάφορα. Τέντωσα το σώμα μου μπροστά στο πλάτωμα να ξεπιαστεί από τον ύπνο του μεσημεριού, άναψα τσιγάρο και κάθισα στη ξύλινη καρέκλα μου. Δεν είχα όρεξη για διάβασμα. Έβλεπα κάποια στιγμή να χαλαρώνουν και οι άλλοι κάτω στη προβλήτα. Ξαφνικά όμως ο ανθύπας άρχισε να πλησιάζει πολύ απειλητικά τον Γ. ( αν θυμάμαι καλά τ` ονομά του) και να πιάνονται στα χέρια. Γρήγορα όμως κατάλαβα ότι πάλευαν για εξάσκηση. Τους μάθαινε λαβές πάλης . Τρελάθηκα. Δεν έχω τίποτα πιο ερωτικό από δύο άντρες που παλεύουν διεκδικώντας ο ένας το σώμα του άλλου. Αφιονισμένος από το θέαμα δεν ήξερα αν έπρεπε να παραμείνω στο πλάτωμα ή να τρέξω κι εγώ κάτω για να προλάβω να εμπλακώ στη φάση. Μπήκα στο κελί, φόρεσα το μαγιώ μου και έσπευσα. Όταν έφτασα μπροστά τους είχαν πλέον τελειώσει τη προπόνηση και κάθονταν στο έδαφος λαχανιασμένοι. Οι φαντάροι χάρηκαν που με είδαν, ο ανθύπας φαινόταν αδιάφορος. Προσπάθησα να ξαναπροκαλέσω τη κατάσταση με διάφορα αστεία πειράγματα επιμένωντας ότι σταμάτησαν μόλις με είδαν, επειδή τάχα μου φοβήθηκαν την αναμέτρηση μαζί μου. Ο Τ. υποστήριξε ότι οι φαντάροι ήταν κουρασμένοι και από τις σκοπιές, προτείνωντας ως τον μόνο ικανό για πάλη εκείνη τη στιγμή τον ανθύπα. Δε θα μπορούσε να μου κάνει καλύτερη πάσα. Οι υπόλοιποι φαντάροι είχαν ενθουσιαστεί με την ιδέα και άρχισαν αμέσως τα επιφωνήματα πρόκλησης . Ο ανθύπας, καθισμένος σε στάση γιόγκι, ιδρωμένος και ξαναμένος, είχε περιοριστεί να χαμογελά με συγκατάβαση σίγουρος ότι εγώ θα αρνιόμουν. Μάλιστα είπε και κάτι που έδειχνε ότι είχε τελειώσει η προπόνηση για εκείνη τη μέρα. Έκρυψε πολύ καλά την έκπληξή του, όταν τον προκάλεσα να σηκωθεί για να πιαστούμε. Βασικά για να μου δείξει και μένα τις λαβές, αφού, ακόμα κι αν ήμουν πιο ικανός απ` αυτόν, δεν θα ήταν επιτρεπτό να τον νικήσω μπροστά στους φαντάρους. Η έκβαση της πάλης ήταν προδικασμένη. Οι φαντάροι είχαν αρχίσει να φτιάχνουν ''κερκίδα''. Ο ανθύπας δε φαινόταν να συμμερίζεται την ίδια επιθυμία. Είχα αρχίσει να πεισμώνω. Προσπάθησα να τον προκαλέσω, λέγοντάς του ότι ήταν ευκαιρία να δει πόσο γεροδεμένος ήμουν, καθώς τις προηγούμενες μέρες το είχε αμφισβητήσει με τα πειράγματά του. Μου υπενθύμισε ότι δεν είχε αμφισβητήσει τίποτα. Ο διάλογος σύνεχισε να γίνεται σε ένα πολύ χαλαρό κλίμα, αλλά η ένταση στο βλέμμα του έδειχνε ότι είχε αρχίσει να τον ενοχλεί. Σταμάτησα να επιμένω και ξάπλωσα στο έδαφος ανάμεσά τους. Συνεχίσαμε να μιλάμε όλοι γενικά και άσχετα, ώσπου ο ανθύπας πετάχτηκε ξαφνικά και απροειδοποίητα, σα να ήταν μόνος τόση ώρα και στο κόσμο του, και έπεσε στη θάλασσα με ένα επιδεικτικό μακροβούτι. Ήταν τόσο απροσδόκητη η κίνηση αυτή που όλοι ξαφνιαστήκαμε και είχαμε στρέψει το βλέμμα προς το μέρος του σχεδόν αποσβολωμένοι σα να περιμέναμε κάποια εξήγηση. Ο ανθύπας όμως , πολύ άνετος, απομακρυνόταν όλο και πιο βαθιά. Τελικά οι φαντάροι το σχολίασαν αποδίδωντάς το στον κυκλοθυμικό χαρακτήρα του. Συμφώνησα κι εγώ μαζί τους, αλλά κατά βάθος θα ήθελα να το αποδώσω αλλού.


Δε θυμάμαι τι είχε προηγηθεί, τι λόγια είχαμε ανταλλάξει, ποιο ήταν το θέμα. Δε θυμάμαι ποιοι άλλοι ήταν μπροστά, σίγουρα δεν είμασταν μόνοι μας. Υπήρχε μια χαλαρή φιλική βαβούρα μέσα στο καψιμί, από εκείνες όπου ο καθένας άλλα έλεγε και άλλα άκουγε. Μια ανοιχτή τηλεόραση με εκνευριστικά κακό σήμα, ένα βραχνιασμένο ραδιόφωνο πιο πέρα έκαναν τη κατάστηση ακόμα πιο πανηγύρι. Θυμάμαι όμως πολύ χαρακτηριστικά να λέει κάποια στιγμή περιπαικτικά και απευθυνόμενος σε όλους χωρίς να τον ακούν, ότι ''...σε αυτό (δε θυμάμαι τι) μπορεί να με βοηθήσει ο ψυχολόγος μου'' - δηλαδή εγώ. Κι εγώ έσκυψα και του απάντησα για να τ` ακούσει μόνο ο ίδιος ''όποτε θες, αρκεί να είμαστε οι δυό μας ''. Θυμάμαι μάλιστα να του προτείνω ώρα και τόπο - προφανώς επειδή θα ρώτησε . ''Απόψε τη νύχτα κάτω στη προβλήτα, όταν όλοι οι άλλοι θα κοιμούνται '' του είχα πει. Αυτά ακριβώς τα λόγια. Κατάπιε τη γλώσσα του. Με κοίταξε με το θλιμμένα περήφανο βλέμμα του γεμάτο άπειρες λάμψεις, που δε καταλάβαινα αν ήταν πυροτεχνήματα χαράς ή φονικές σφαίρες. Για μια στιγμή διόρθωσε το ύφος του με σοβαρότητα, κατέβασε το κεφάλι προς το πάτωμα και το ξανασήκωσε αποφασιστικά για να επιστρέψει όλη τη προσοχή του στη φασαρία της παρέας. Αναγκαστικά και ήρεμα -μέσα μου έτρεμα -έκανα το ίδιο. Με τη μπάσα φωνή του, που εκείνη τη στιγμή την έκανε να ηχεί ακόμα πιο μπάσα, συνέχισε να περάζει το μάγειρα από μακριά και να του απευθύνει διαταγές, επειδή καθυστερούσε ένα πρωτότυπο επιδόρπιο που του είχε υποσχεθεί. Δεν ξαναθίξαμε το θέμα. Σα να μην ειπώθηκε ποτέ.

Διανύαμε τις δύο ή τρεις τελευταιές μέρες της παραμονής μας στη βραχονησίδα. Δεν ήθελα να φύγουμε ποτέ από `κεί, αλλά δεν ήταν και στο χέρι μου. Το θρύλερ που ζούσα ήταν ζοφερά απολαυστικό για να αντέξω να δω τους τίτλους τέλους. Ο ανθύπας ανήκε σε άλλο τάγμα και μόνο τυχαία θα μπορούσα να τον ξανασυναντήσω μέσα στο νησί - στο δρομάκια της χώρας, σε κάποιο καφέ ή μπαρ, σε κάποια παραλία ίσως. Τα μεσημέρια είχαν αρχίσει να αποκτούν μια στυφή γεύση. Δεν ηρεμούσα εύκολα. Είχα διαβάσει όλη τη βιβλιοθήκη του καψιμί. Δεν υπήρχε τίποτα σε όλη τη βραχονισίδα που να μην το έχω διαβάσει ή ξεφυλίσει! Δε μπορούσα να βρω τίποτε άλλο που να μου απασχολεί το μυαλό. Το τάβλι δεν ήθελα πια να το βλέπω μπροστά μου. Θυμήθηκα κάποια στιγμή ότι μέχρι τότε δεν είχα επισκεφθεί ποτέ τη βιβλιοθήκη του μικρού αρχηγείου - δηλαδή του ανθύπα.
Του χτύπησα απ` έξω διακριτικά τη τζαμαρία και ζήτησα την άδειά του-τρόπος του λέγειν - να ψάξω τη βιβλιοθήκη του μήπως μέσα σε όλα αυτά τα υπηρεσιακά βιβλία υπήρχε και κάτι σε πιό λογοτεχνικό ανάγνωσμα (το ύφος μου θυμάμαι ότι είχε μια φιλική ειρωνεία). Ο ανθύπας με κοίταξε με ένα αντίστοιχα ειρωνικό χαμόγελο - απότοκο μιας προηγούμενης '' κόντρας '' που είχαμε σχετικά με την υπεροχή της Τέχνης έναντι των Πολεμικών τεχνών - και δίνοντάς μου βιαστικά ένα βιβλίο, που τράβηξε πάνω από το κομοδίνο του, μου είπε ότι ήταν το μοναδικό που υπήρχε στο χώρο του. Η έκφρασή του είχε την ικανοποίηση που αισθάνεται κάποιος όταν προσφέρει το κρύο πιάτο της εκδίκησης, καθώς ήταν σίγουρος ότι δε θα περίμενα εύκολα απ` αυτόν να διαβάζει λογοτεχνία. Μου ζήτησε να το επιστρέψω μέχρι το βράδυ, γιατί ο ίδιος δε το είχε ολοκληρώσει. Φαινόταν απασχολημένος εκείνη τη στιγμή, οπότε τον ευχαρίστησα αμέσως και επέστρεψα στο κελί μου. Ο γιατρός, γαλήνευε στο διπλανό κρεβάτι απολαμβάνοντας την ησυχία του μεσημεριού. Αφού σχολίασε με ένα λεπτό σαρκασμό το γεγονός ότι στο γραφείο του ανθύπα υπήρχε λογοτεχνία, έκλεισε τα μάτια για να παραδοθεί στον ύπνο. ''Οι Άθλιοι'' του Ογκώ ήταν κάτι που είχα διαβάσει και - μάλιστα δις - πολλά χρόνια πριν. Αν και αγαπημένο τότε , δεν ήταν και ό,τι πιο κατάλληλο για εκείνη τη στιγμή. Επειδή, ωστόσο , αυτό που με ενδιέφερε περισσότερο μέσα σ` εκείνα τα βαρετά μεσημέρια ήταν έστω τουλάχιστον να κρεμάσω τα μάτια μου πάνω σε λέξεις, όρμησα να το διαβάσω, προσποιούμενος ότι δεν το είχα διαβάσει στο παρελθόν. Αφού έπεισα τον εαυτό μου ότι κάθε ανάγνωση - ακόμα και του ίδιου βιβλίου - είναι ένα νέο ταξίδι, επιπλέον σκέφτηκα ότι εκείνη τη στιγμή κρατούσα στα χέρια μου κάτι το οποίο κρατούσε με τα χέρια του τις νύχτες και ο ανθύπας. Η διαπίστωση αυτής της επιπλέον ιδιότητας του βιβλίου να γεφυρώνει την αφή μας είχε πλέον αναβαθμίσει τόσο την αξία του, ώστε ανυπομονούσα πραγματικά να το διαβάσω. Όσο ξεφύλιζα τον ανάλαφρο όγκο του και μύριζα τις κιτρινισμένες σελίδες - μέρος της τελετουργίας πριν την ανάγνωση οποιουδήποτε βιβλίου - σκεφτόμουν τι εικόνες άραγε να σχημάτιζε ο ανθύπας διαβάζοντάς το, αν τον συγκινούσε, με ποιόν ήρωα ταυτιζόταν - και ήδη φανταζόμουν το επόμενο θέμα της συζητησής μας. Άλλη μια ευκαιρία να τον ''ψυχαναλύσω'' σκεφτόμουν με σκανδαλιάρικη διάθεση. Δεν ήξερα βέβαια τι ευκαιρίες θα μου έδινε ο Γιάννης Αγιάννης ή ο επιθεωρητής Ιαβέρης για κάτι τέτοιο... αλλά μέσα σε όλον εκείνο το παραλογισμό η λογική πήγαινε περίπατο. Τοποθέτησα πάλι στη θέση του ένα λευκό χαρτί διπλωμένο στα δύο, που έπεσε μέσα απ` το βιβλίο - προφανώς θα έπαιζε ρόλο σελιδοδείκτη για τον ανθύπα, και επέστρεψα στην εισαγωγή. Πριν όμως αρχίσω την ανάγνωση, που με τούτα και μ` εκείνα όλο καθυστερούσε, σα να μην ήθελε να ξεκινήσει, ξαναγύρισα ασυναίσθητα στο σημείο εκείνο με το λευκό τσακισμένο χαρτί - σελιδοδείκτη . Είχα προσέξει ότι υπήρχαν ίχνη γραφής από την πίσω πλευρά του. Το άνοιξα. '' ....
ο φεγγαρένιος μου δε βγήκε απόψε....''. Έτσι τέλειωνε μια σειρά από φράσεις με αιχμηρό, άστατο γραφικό χαρακτήρα. Κάτι σα σκόρπιες σκέψεις - γραμμένες σε διαφορετικές στιγμέ - στο ίδιο χαρτί . Δε πρόλαβα να τις ξαναδιαβάσω. Δε πρόλαβα να καταλάβω ποιος , τι. Η βαρειά σιδερένια πόρτα του κελιού μου χτύπησε με θόρυβο πάνω στο τοίχο. Ήταν ήδη μισάνοιχτη και ο ανθύπας δε χρειάστηκε να χτυπήσει προειδοποιητικά για να εισβάλει και να έρθει πάνω απ, το κρεβάτι μο . Ο ήχος από τα ξύλινα πέδιλα που φορούσε έκαναν την έφοδό του ακόμα πιο ηχηρή. Εγώ από το ένα σάστισμα στο άλλο, ξαπλωμένος, απλώς έμεινα να τον κοιτάζω που χωρίς να με κοιτάζει, χωρίς να ζητήσει καν συγγνώμη για την έφοδο, να πει έστω κάτι, αρπάζει το βιβλίο μέσα από τα χέρια μου ψύχραιμα, το ξεφυλλίζει, εντοπίζει το λευκό χαρτί - σελιδοδείκτη, το αφαιρεί από το βιβλίο, παρατάει το βιβλίο πάνω στο στήθος μου - τελευταία στιγμή το έπιασα για να καλύψω τις βίαιες κινήσεις του, ώστε να μοιάζει ότι μου το επέστρεψε (διαφορετικά θα έπρεπε να τον αρχίσω στα μπουνίδια εκεί μέσα για όλο αυτό το βίαιο σκηνικό) και απομακρύνθηκε από το κελί με τον ίδιο θόρυβο με τον οποίο μπήκε. Είχα μείνει άφωνος. Ο γιατρός ταραγμένος από τη βίαιη αφύπνιση, ζητούσε εξηγήσεις. Δεν είχα να του δώσω. Για μια ακόμα φορά τον χαρακτηρίσαμε ως κυκλοθυμικό και περίεργο και συμφωνήσαμε ότι επιτέλους πλησίαζε η μέρα που δε θα τον είχαμε πλέον πάνω άπ' το κεφάλι μας. Ο γιατρός γύρισε πλευρό για άλλη μια προσπάθεια ύπνου. Έμεινα να κοιτάζω το ασβεστωμένο ταβάνι με τα άκρα μου να τρέμουν και με κύματα ηλεκτρισμού να διατρέχουν το στομάχι, το διάφραγμα, το μυαλό μου, μη γνωρίζοντας αν έπρεπε να αισθάνομαι ο πιο ευτυχισμένος ή ο πιο δυστυχισμένος άνθρωπος εκείνη τη στιγμή...

Δεν είπαμε ποτέ τίποτα για το παραπάνω γεγονός. Έκτοτε, αφού επιστρέψαμε στο νησί, θυμάμαι να τον συνάντησα δύο ή τρείς φορές. Κάθε φορά και με νέα γκόμενα. Σε μία από αυτές μάλιστα με είχε συστήσει ως ψυχολόγο του. Εγκάρδιες μεν αλλά σύντομες και τυχαίες συναντήσεις, που δεν είχε κανείς από τους δύο το θάρρος να ζητήσει να ξαναβρεθούμε για ένα καφέ μαζί .



Δεν ξέρω αν χάρηκε πραγματικά που συναντηθήκαμε στο κατάστημα ηλεκτρονικών μετά από τόσα χρόνια. Αφού με σύστησε στη συντροφιά του, με ρώτησε τι κάνω αυτή τη στιγμή στη ζωή μο , αν έχω ξαναδεί από τότε τον γιατρό. Τον ρώτησα τα ίδι , αν έχει προαχθεί στο βαθμό του λοχαγού, σε ποιά περιοχή υπηρετεί. Αφού επιβεβαιώσαμε την ευχάριστη έκπληξη της συνάντησης, χαιρετηθήκαμε για να επιστρέψουμε στα ράφια με τα gudgets που σκοπεύαμε να αγοράσουμε. Βγαίνοντας από το κατάστημα, έριξα μια γενική ματιά προς το σημείο που τον είχα συναντήσει, έτσι για να του σηκώσω απλώς το χέρι χαιρετώντας, αλλά είχε φύγει.